οιστρομανία

οιστρομανία
η (Α οἰστρομανία και ιων. τ. οἰστρομανίη) [οιστρομανής]
νεοελλ.
το σύνολο τών εκδηλώσεων γενετήσιας υπερδιέγερσης που εκδηλώνεται και στα δύο φύλα και που μπορεί να οφείλεται σε διάφορα αίτια
αρχ.
παράφορο πάθος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οἰστρομανίας — οἰστρομανίᾱς , οἰστρομανία fury fem acc pl οἰστρομανίᾱς , οἰστρομανία fury fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰστρομανίην — οἰστρομανία fury fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”